Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

ΚΟΙΤΑ ΜΕ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ



Κοίτα με στα μάτια και πες μου γιατί εγώ αξίζω λιγότερο από εσένα... Γιατί εγώ να μην έχω δικαίωμα για φροντίδα, για αγάπη; Μου λες ότι περνάς οικονομική κρίση και δεν μπορείς να φροντίσεις κι εμένα. Η δική σου ζωή δηλαδή είναι πιο σημαντική από τη δική μου. Η ζωή τής οικογένειάς σου, των παιδιών σου... Εμένα ποτέ δεν με αισθάνθηκες σαν οικογένεια...

Έρχονται ημέρες γιορτινές και το μυαλό σου είναι στο να είχες περισσότερα λεφτά, λεφτά για να πας εκδρομή, λεφτά για να κάνεις αγορές, λεφτά για να ξοδέψεις. Ίσως κάποιοι να σκεφτούν να κάνουν και κάποια φιλανθρωπία, μέρες που'ναι άλλωστε... Θα θες να βοηθήσεις ένα παιδάκι ανήμπορο, ένα ίδρυμα, έναν οργανισμό. Εμένα; Εμένα δεν θες να με βοηθήσεις; Και γιατί θες να νοιώθουν τύψεις εκείνοι που θέλουν να βοηθήσουν κι εμένα; "Δεν είναι εποχές τώρα αυτές για ζώα! Εδώ πεινάνε οι άνθρωποι, τα ζώα θα ταΐζουμε;" Αυτή είναι η απάντησή σου... Δεν αναλογίζεσαι όμως πως τα ζώα είναι τα μόνα που δεν φταίνε σε τίποτα. Εσύ μπορεί να είσαι άνεργος, αλλά εγώ είμαι ανήμπορο... Εσύ είχες αποφασίσει να κάνεις οικογένεια, εγώ δεν ζήτησα να γεννηθώ... Εσύ ίσως πριν λίγα χρόνια διασκέδαζες στα μπουζούκια, εγώ έψαχνα στα σκουπίδια για να φάω... Ίσως τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα'θελες, αλλά σκέψου, φταίω εγώ γι'αυτό;...

Κάποιοι άλλοι πάλι θα με δουν σαν δώρο χριστουγεννιάτικο, μια ωραία έκπληξη για κάποιον που αγαπούν. Εμένα όμως θα με αγαπήσεις; Ή θα μου φερθείς σαν αντικείμενο και θα μου βάλεις ένα μεγάλο κόκκινο φιόγκο; Κι ύστερα; Έχεις αναλογιστεί το ύστερα; Όταν οι γιορτές τελειώσουν, σβήσεις τα φωτάκια, ξεστολίσεις και το δέντρο, εμένα θα με θες ακόμα; Ή μόλις βγει ο κόκκινος ο φιόγκος θα'μαι περιττό; Θα μ'εγκαταλείψεις κι εμένα δίπλα από τον κάδο σκουπιδιών σαν το έλατο που εκπλήρωσε το σκοπό του και μετά έρχεται η εγκατάλειψη και ο θάνατος;... Μην μου δώσεις ελπίδα σε παρακαλώ αν είναι να μου την πάρεις πίσω...

Κοίτα με στα μάτια λοιπόν και πες μου! Μπορείς πραγματικά ν'ακούσεις την καρδιά μου να χτυπάει; Μπορείς να νιώσεις ότι η αγάπη είναι το πιο σημαντικό πράγμα για μένα; Μπορείς ν'ακούσεις την ψυχή μου να κλαίει σιωπηλά όταν με συναντάς στο δρόμο σου και σκύβω το κεφάλι; Μπορείς να νιώσεις την ανάγκη μου; Ή σκέφτεσαι μόνο τις δικές σου;

Εσύ με αποκαλείς ζώο, τον εαυτό σου άνθρωπο. Δεν αρκεί όμως να στέκεσαι στα δύο πόδια και να μιλάς, πρέπει και να νιώθεις για να είσαι Άνθρωπος...


(c) Ίρινα Καλογεροπούλου - Μαστρογιάννη

Το κείμενο γράφτηκε για την εθελοντική φιλοζωική ομάδα "Δηλεσιώτικα Αδεσποτάκια"

*Στη φωτογραφία απεικονίζεται ένα σκυλάκι που χάθηκε λίγο πριν την υιοθεσία της, στο Χαλκούτσι Ωρωπού στις 30/01/2012 από την οδό Γαζίας, λίγο πιο πάνω από το Saloon. Όσο και να την αναζητήσαμε, δεν τη βρήκαμε ποτέ... Θέλουμε να ελπίζουμε ότι κάποιος τη βρήκε, την αγάπησε και την έκανε μέλος τής οικογένειάς του. Αν γνωρίζετε κάτι γι'αυτήν, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μου.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Απόψε γέρασα...
Οι πλάτες μου βάρυναν,
το βλέμμα μου σκούρυνε,
το στόμα μου έσφιξε,
το ίδιο κι η καρδιά μου.

Απόψε έπαιξα...
Με τα χρόνια, αλλά έχασα.
Ήρθαν και πέρασαν.
Κι όσο κι αν ήθελα να είχαν μείνει,
αυτά έφυγαν.

Απόψε μάλωσα...
Με τη ζωή που έτρεξε.
Κι ο χρόνος κύλησε
κι εμένα μου διέφυγε
πως έπρεπε να ζήσω.

Απόψε μέτρησα...
Τις πληγές που εγώ άνοιξα
και που άλλοι δεν μου έκλεισαν.
Τα λόγια που ειπώθηκαν
και που ποτέ δεν έσβησα.

Απόψε έπαψα...
Να μετρώ, να νοιάζομαι,
να παίρνω, να μοιράζομαι.
Απλά έπαψα!

(c) Ίρινα Καλογεροπούλου - Μαστρογιάννη

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Σε κοιτώ, μα η μορφή σου
δε με κοιτά πια.
Μια άλλη είσαι
που με πελώρια μάτια διερευνητικά
μ'απορροφά μέσα της.
Κι εξαφανίζομαι...
Και ίπταμαι,
μαζί μου, μαζί σου,
σ'άλλες ζωές αλλιώτικες,
αλλοτινές, τωρινές, μελλοντικές.
Κι αυτά τα πελώρια μάτια
με επαναφέρουν εδώ, μπροστά σου.
Τίποτα δεν είμαι πια...
Με βλέπω μα δε με ξεχωρίζω.
Κι εσύ εξακολουθείς να με κοιτάς
και να ζητάς να σ'απελευθερώσω!
Πώς; Πώς θα ξανάρθεις πάλι εσύ
και θα φύγω εγώ;
Ή να μείνουμε κι οι δύο και
να ενωθούμε σ'ένα.
Να ξυπνήσω και να'μαι εσύ,
αυτό ζητώ.
Μα οι νεράιδες έχασαν πια τα ραβδάκια τους...
Εγώ πρέπει να το παλέψω.
Να φανερωθ' η ψυχή μου προσπαθώ,
όχι να πεθάνω.
Νιώθω όμως πως ηττήθηκα
απ'τα πάντα...
Σ'έχασα και μ'έχασες.
Σε κάτι φωτογραφίες
έχεις μείνει μόνο,
που τις κοιτώ
και νοσταλγώ...
Και θέλω, κι αντιστέκομαι
και δεν έρχεσαι, και με κοροϊδεύω,
και με κοροϊδεύουν,
και παλεύω ν'αποδείξω
πως είμ'εγώ,
μα δεν είμαι πια...
Κουράστηκα, λιποτάκτησα,
δεν πρόβλεψα σωστά.
Τώρα όμως θα'ρθεις;
Θα μπορέσω να σε φέρω πίσω;
Να μπω σε κόσμο ροζ και παρφουμαρισμένο
και να ελπίζω πως όλα
θα παν' καλά;
Ή να βυθιστώ μήπως στ'όνειρο
μπας και σε ξανανταμώσω;
Να κονταροχτυπηθώ και να ματώσω;
Κι άλλο ζευγάρι μάτια δίπλα σου,
ξάφνου γίνονται πολλά.
Όλα διερευνητικά...
Να κλείσω τα μάτια να ησυχάσω.
Δε σε βλέπω, δε με βλέπεις πια...


(c) Ίρινα Καλογεροπούλου - Μαστρογιάννη

*Φωτογραφία από sotontab.co.uk

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

ΟΙ ΦΙΛΟΖΩΟΙ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ

Αν ψάξεις στο λεξικό, η λέξη φιλόζωος έχει δύο έννοιες: η μια είναι αυτός που αγαπά τα ζώα κι η άλλη είναι εκείνος που αγαπά υπερβολικά τη ζωή του, ο μικρόψυχος. Στη ζωή μου έχω συναντήσει πολλούς φιλόζωους και θα ήθελα να σας συστήσω κάποιους από αυτούς.

Ο κύριος Χ. είναι ένας ευυπόληπτος πολίτης προαστίου Αθηνών, πολιτικός μηχανικός. Τα απογεύματα αρέσκεται στο να συνοδεύει τον αρσενικό μεγαλόσωμο σκύλο του στην απογευματινή του βόλτα. Την πρωινή, την έχει αναλάβει η οικιακή βοηθός. Περπατά με το σκύλο του για πολλή ώρα, πηγαίνουν έναν μεγάλο, ήρεμο περίπατο. Ο αρσενικός σκύλος όμως, αναλόγως την εποχή, έχει κι αυτός τις ανάγκες και τις ορμές του! Ο κύριος Χ. λοιπόν, ως καλό αφεντικό, φροντίζει να εκτονώνεται ο σκύλος του με αδέσποτες σκυλίτσες που περιδιαβαίνουν τη γειτονιά. “Και πολύς τους πέφτει ο σκύλαρός μου!”, μοιάζει να σκέφτεται ο κύριος Χ. την ώρα που καμαρώνει τον επιβήτορα του... Πόσα αδέσποτα κουτάβια έχει σπείρει άραγε αυτός ο εξαιρετικός επιβήτορας; Πόσα από αυτά άραγε πατήθηκαν από αυτοκίνητα, πόσα δηλητηριάστηκαν από απάνθρωπους, πόσα πέθαναν από το κρύο και την πείνα και πόσα άραγε έζησαν αρκετά για να αναπαράγουν με τη σειρά τους άλλα κουτάβια με την ίδια μοίρα των προηγούμενων;

Η κυρία Β. έχει ήδη δημιουργήσει μια αξιοζήλευτη οικογένεια. Έχει ένα σύζυγο, τον Περικλή, που την αγαπά πολύ και δύο παιδάκια που πάντα ονειρευόταν. Τον τελευταίο καιρό, την οικογενειακή τους γαλήνη διαταράσσει η επίμονη παράκληση των παιδιών να πάρουν ένα σκύλο. Η κυρία Β. δεν μπορεί να μείνει πλέον αδιάφορη στη βούληση των μικρών, καθώς όλοι οι οικογενειακοί τους φίλοι έχουν κι από έναν πιστό σύντροφο. Έτσι, η κυρία Β. κάνει διερευνητικές ερωτήσεις σε όλα τα παιδικά πάρτι, τους παιδότοπους και τις κούνιες που συναντά άλλους γονείς. “Μα να το έχω μέσα στο σπίτι το σκυλί; Δεν θα μαδάει; Απαπα, δεν μπορώ να γεμίζει ο κόσμος τρίχες! Και θα πιάνει πολύ χώρο; Και πού θα κοιμάται, πού θα κάνει την ανάγκη του;” Στο πάρκο όπου βρίσκονται αυτή τη στιγμή οικογενειακώς τριγυρνούν δύο αδέσποτα. Το ένα από αυτά μυρίζει στον αέρα τα ψημένα τοστ που περιμένουν -αχνιστά ακόμη- στο τραπέζι τα δύο παιδιά να γυρίσουν από το παιχνίδι. Η μυρωδιά το τραβά σαν μαγνήτης κι εκείνο, με υψωμένη την υγρή του μύτη και κουνώντας την ουρά, πλησιάζει στο τραπέζι από τη μεριά της κυρίας Β. Όταν πια έχει φτάσει σε απόσταση αναπνοής, γίνεται αντιληπτό από την κυρία. “Αααα! Φωνάξτε τον υπεύθυνο! Πώς επιτρέπεται στα κοπρόσκυλα να μπαίνουν στο χώρο που παίζουν παιδιά; Ουστ, ουστ από 'δω! Περικλή, κάνε κάτι, διώξ' το !

Ο κύριος Γ. ήταν πάντα λάτρης των μεγαλόσωμων σκύλων με όρθια αυτιά, με ιδιαίτερη αδυναμία στα λυκόσκυλα! Επηρεασμένος από αστυνομικές σειρές και ταινίες περιπέτειας, ήξερε πως οι συγκεκριμένοι σκύλοι γίνονταν και πολλοί καλοί φύλακες! Έτσι, ο Γ. αποφάσισε ν' αποκτήσει ένα τέτοιο σκύλο. “Έχω ευρύχωρη αυλή και θα φυλάει και την πολυκατοικία”, σκεφτόταν ικανοποιημένος με την απόφασή του ν' αγοράσει σκύλο. Ο Ρεξ ήταν λοιπόν το καμάρι του! Ολόρθα αυτιά υψώνονταν στην κορυφή τού κεφαλιού του και ο Γ. νόμιζε πως ο σκύλος του ήταν πολύ επιβλητικός! Και ήταν. Αλλά τα όρθια αυτιά και το αστυνομικό όνομα δεν μπορούσαν να κρύψουν το τρυφερό του βλέμμα και την ουρά που κουνιόταν πέρα δώθε από την απέραντη χαρά που ένιωθε
το σκυλί όταν έβλεπε κάποιον. Και γάβγιζε ο Ρεξ, πάρα πολύ! Μόνο από χαρά όμως...Όσο ξύλο κι αν είχε φάει για να γίνει άγριος, όσα χτυπήματα κι αν είχε δεχτεί, εκείνος συνέχιζε να κουνά την ουρά όταν έβλεπε κόσμο... “Άχρηστο ζώο! Τόσα λεφτά ξόδεψα για σένα, για να σ' αγοράσω, για να σ' εκπαιδεύσω, να σε ταΐζω τόσο καιρό! Φύγε από 'δω, ξεκουμπίσου!” Τον Ρεξ δεν τον πόνεσε μόνο η κλωτσιά στα πλευρά, αλλά και το κλείσιμο τής αυλόπρτας στο τρυφερό του βλέμμα... “Έλα Ρεξ, θα πάμε σπίτι τώρα”, άκουσε τη γνώριμη φωνή τής Μαρίας τής γειτόνισσας. Κι ο Ρεξ έγινε βασιλιάς στον καναπέ της Μαρίας, στην καρδιά και στην αγκαλιά της. Και γρύλιζε απειλητικά κάθε φορά που άκουγε ύποπτο θόρυβο στο σπίτι...

Η Δέσποινα κι ο Μίλτος δεν έχουν δικά τους σκυλιά, ούτε γατιά. Για την ακρίβεια δεν έχουν κανένα άλλο ζωντανό εκτός ο ένας τον άλλον. Η Δέσποινα κι ο Μίλτος κάθε βράδυ κάνουν μια μεγάλη βόλτα με το αυτοκίνητο. Σταματούν κοντά στους κάδους της γειτονιάς, κατεβαίνουν από το αμάξι κι ανοίγουν το πορτμπαγκάζ. Ξαφνικά ο χώρος γύρω τους γεμίζει από τετράποδους φίλους! “Πού είστε βρε μπαγάσηδες; Σιγά! Σιγά! Όλοι θα πάρετε και χάδι και φαγητό!” Οι βραδινές αυτές βόλτες τού ζευγαριού άρχισαν πριν δύο χρόνια. Τότε είχαν βρει πιο πέρα από το σπίτι τους μια σκυλίτσα που μόλις είχε γεννήσει. Την τάιζαν καθημερινά κι εκείνη περίμενε κάθε βράδυ την ίδια ώρα το φαγητό, το γλυκόλογο και το χάδι της. Τα παιδιά δεν μπορούσαν να την κρατήσουν γιατί η πολυκατοικία στην οποία έμεναν απαγόρευε ρητά τα κατοικίδια! Δυστυχώς, στον κανονισμό δεν υπήρχε κάποιος ειδικός όρος για τα δίποδα ζώα... Έτσι, άρχισε η μεταμεσονύχτια περιοδεία του ζευγαριού. Στην αρχή περιορίζονταν στα δύο γειτονικά τετράγωνα, συνέχισαν στα τέσσερα και δύο χρόνια μετά γυρίζουν όλη την περιοχή! Έχουν πολλούς τετράποδους φίλους και λίγους δίποδους. Αρκεί που έχουν ο ένας τον άλλον...

Η Ρούλα κι ο Κώστας διατηρούν Pet Shop. Το μαγαζί τους δεν είναι πρώτο από εμφάνιση, αλλά είναι το καλύτερο από περιεχόμενο ανθρώπων. Επίσης, είναι γεμάτο από ζώα! Και μέσα και έξω από το μαγαζί! Στο συγκεκριμένο Pet Shop δεν πωλούνται όμως ζώα. Και οι δύο πιστεύουν πως δεν μπορείς να εμπορεύεσαι ψυχές! Όλα τα ζώα είναι δικά τους, απαριθμούν γύρω στα 60! Κάποια τα βρήκαν οι ίδιοι, κάποια τους βρήκαν αυτά, κάποια άλλα τους τα παράτησαν στο μαγαζί, αφού δεν ήρθαν ποτέ να τα πάρουν μετά από τον καλλωπισμό... Οι πελάτες τους είναι οι πιο καλοί τους φίλοι! Πας για να ψωνίσεις κάτι και κάθεσαι τουλάχιστον μισή ώρα μέχρι να πεις τα σκυλό- και γατό-νέα σου! Αν τύχει και περάσει ζωάκι έξω από το μαγαζί, η κουβέντα θα σταματήσει κι ο Παύλος ή η Ρούλα θα τρέξουν να βάλουν φαγητό και νερό στο περαστικό τετράποδο. Τελικά, ίσως γίνει και μόνιμο. Έχουν πολλές ιστορίες να σου πουν, οι περισσότερες δυσάρεστες, για εγκαταλελειμμένα ζώα, για κατοικίδια που αρρώστησαν κι οι ιδιοκτήτες τους τα παράτησαν χωρίς δισταγμό και δεύτερη σκέψη, για φιλόζωες κυρίες και κυρίους που ψάχνουν κατοικίδιο να ταιριάζει με το ύφος της διακόσμησης τού σπιτιού τους, για κτηνιάτρους που ψάχνουν καθαρόαιμα ζώα σε τιμή ευκαιρίας έως 100€ για να τα μοσχοπουλήσουν σε πελάτες που τους τα ζήτησαν, και άλλα πολλά... Το βλέμμα της Ρούλας καρφώνεται ξαφνικά έξω από τη τζαμαρία. “Παύλο, να' το πάλι, πέμπτη μέρα που έρχεται το σκυλάκι. Το βλέπεις που είναι χτυπημένο και κουτσαίνει; Τί να κάνουμε;”, ρωτά το σύζυγό της σαν να ξέρει ήδη την απάντηση. “Ε, τί να κάνουμε βρε Ρούλα; Φέρ'το μέσα το σκυλί, να φάει τουλάχιστον τώρα και το απόγευμα το πετάγομαι εγώ στο κτηνιατρείο.” Κάτι μου λέει πως μόλις απέκτησαν το 61ο μέλος τής οικογένειάς τους...

Αυτό που τελικά που διαχωρίζει το φιλόζωο με την πρώτη έννοια από το φιλόζωο με τη δεύτερη έννοια, είναι το πόσο χώρο έχει στην καρδιά του... Δεν έχει σχέση ούτε με την καταγωγή, ούτε με τη μόρφωση, ούτε με την κοινωνική υπόσταση. Αν το μυαλό σου κι η καρδιά σου είναι αρκετά ανοιχτά για να βγεις από το μικρόκοσμό σου, όλα στη ζωή μοιάζουν ελάχιστα πιο ουσιαστικά. Η ταπεινή μου άποψη είναι πως αν κάποιος δεν αγαπά ένα τόσο άδολο πλάσμα όσο ένα ζώο, δεν μπορεί ν'αγαπά ούτε τους ανθρώπους. Κι ας προσπαθεί να σας πείσει για το αντίθετο...

(c) Ίρινα Καλογεροπούλου - Μαστρογιάννη

*Πρωτοδημοσιεύτηκε στο world-look blogspot για τα "ΔΗΛΕΣΙΩΤΙΚΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑΚΙΑ"
Φωτογραφία από fsnoiadespotoi blogspot



Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

ΕΓΩ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΑΔΕΣΠΟΤΟΣ

Γεννήθηκα στο δρόμο αρχές Νοέμβρη. Βροχερός καιρός και το πρώτο κρύο το'νιωθα στα κόκκαλα. Το βράδυ τρέμαμε με τ'αδερφάκια μου και γινόμασταν ένα κουβαράκι για να κοιμηθούμε... Η μαμά μας προσπαθούσε να μας φροντίσει με όλο της το είναι. Μας άφηνε ελάχιστα, ίσα ίσα για να βρει να φάει και γύριζε αμέσως. Την αγαπούσα τη μαμά μου, ήταν όμορφη, κι ας είχε αδυνατίσει πάρα πολύ για να μας θηλάζει. Έξι αδερφάκια, ποιο να πρωτοφάει;

Μεγαλώνοντας, η ζωή μου ήταν ξέγνοιαστη μέσα στην κουταβίσια μου αφέλεια. Παιχνίδια όλη μέρα στο δρόμο, χαρές, γαβγίσματα, γριλίσματα, κουνήματα ουράς και επιθέσεις με δαγκωματιές στα αδερφάκια μου! Έρχονταν και κάποιοι δίποδοι και μας άφηναν που και που φαγάκι. Υπήρχε ακόμα και το γάλα τής μανούλας. Πλησιάζαμε όλους τους δίποδους με χαρά! Οι περισσότεροι σταμάταγαν να μας δώσουν ένα χάδι, έλεγαν ότι είμαστε και όμορφα μωρά! Κορδωνόμουν εγώ και τ'αδερφάκια μου! Έτσι κορδωμένος πλησίασα μια μέρα κι ένα παιδάκι που ερχόταν χαρούμενο προς το μέρος μου. Η κλωτσιά που μου'ρθε στα πλευρά πλήγωσε αφάνταστα και τον εγωισμό μου... “Ουστ, βρωμόσκυλο!” ακούστηκε η φωνή τής μάνας του. Κι έτσι σε μια στιγμή, από κορδωμένο όμορφο μωρό, μετατράπηκα σε μαζεμένο και πονεμένο βρωμόσκυλο... Μέσα σε μια στιγμή, χάθηκε η εικόνα που είχα για τον εαυτό μου. Χάθηκε λίγο κι η εμπιστοσύνη μου στους δίποδους...

Από τα 6 αδερφάκια είχαμε μείνει πλέον 5. Το άλλο δεν ξέρουμε πού πήγε. Μια μέρα εκεί που συχνάζαμε, ήρθε ένας δίποδος που μας έφερνε λίγο φαγάκι και πήρε το ένα μου το αδερφάκι. Το κράτησε στην αγκαλιά του και μου'μοιασε ότι κάτι καλό συνέβαινε εκείνη την ώρα, γιατί ο δίποδος χαμογελούσε και μίλαγε τρυφερά. Και το αδερφάκι μου φαινόταν πολύ ήρεμο κι ευτυχισμένο στην αγκαλιά του!

Η ζωή μου σαν κουτάβι δεν είχε όμως μόνο ευχάριστες εμπειρίες... Τ'αδερφάκια μου λιγόστεψαν πάλι κατά ένα και πολύ φοβάμαι ότι ήταν και δικό μου λάθος... Ήμασταν πλέον μεγαλύτεροι και πιο θαρραλέοι, οπότε ξεμακραίναμε από το σημείο που συχνάζαμε και πηγαίναμε προς τον κεντρικό δρόμο. Εκεί βλέπαμε κι άλλους δίποδους και κάτι μεγάλα κουτιά που τσουλούσαν στο δρόμο και έκαναν φασαρία. Είχε πλάκα όμως κάποιες φορές κι όσο μεγαλώναμε, δεν τα φοβόμασταν πια αυτά τα κουτιά. Το αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν το κυνηγητό. Μας άρεσε να τρέχουμε και να γαβγίζουμε κι εγώ ήμουν πάντα καλός στις προσποιήσεις κι έτσι δεν μ'έπιανε κανείς! Σε μια τέτοια τρέλα κυνηγητού λοιπόν, μπρος εγώ, πίσω ο αδερφός μου, έκανα μια προσποίηση γιατί κόντευε να με αρπάξει από την ουρά, και πετάχτηκα απέναντι στο δρόμο! Ο αδερφός μου ακολούθησε και τότε ακούστηκε αυτός ο φριχτός θόρυβος! Γύρισα να κοιτάξω, ο αδερφός μου πουθενά. Πήγα στην άκρη τής ασφάλτου, είδα ένα μεγάλο κουτί με ρόδες να απομακρύνεται και τον αδερφό μου πιο πέρα να μένει ξαπλωμένος στο οδόστρωμα... Πλησίασα και δεν κουνιόταν... Του γρίλισα λίγο, του γάβγισα, τίποτα εκείνος... Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα αλλά δεν κοίταζαν κάπου. Και δεν είχαν πια αυτή τη λάμψη τού παιχνιδιού... Δεν είχαν τίποτα, ήταν κενά, καθρέφτες, όπου έβλεπα εμένα να τον κοιτώ με απορία... Κλαψούρισα και γύρισα στη μαμά μου... Τέρμα πια το παιχνίδι μας, δεν θα ξαναπαίξει ποτέ μαζί μου πια...
 
Και ο καιρός πέρασε και διαλύθηκε η οικογένειά μας. Ψάχνοντας για φαγητό, ακολουθώντας θηλυκά, μπλέκοντας με σκυλοπαρέες και σκυλοκαβγάδες, άλλος πήγε από'δω κι άλλος πήγε από εκεί. Δεν γνωρίζω πια πού είναι οι υπόλοιποι, ούτε ακούω τις φωνές τους. Σκέφτομαι πως ίσως κάποιοι στάθηκαν τυχεροί όπως το αδερφάκι μου το πρώτο που βρήκε μια αγκαλιά. Δεν θέλω να σκέφτομαι πως κάποιοι στάθηκαν άτυχοι, πιο άτυχοι κι από μένα... Το καλοκαίρι ήταν δύσκολο. Νερό έπινα μόνο από λακούβες ή όταν κάποιος έπλενε το αμάξι ή πότιζε τον κήπο του. Τότε γινόταν ο δρόμος που συχνάζω όαση με τρεχούμενα νερά! Τί δροσιά ήταν αυτή! Μέχρι και τούμπες έκανα και κυλιόμουν μες στη λάσπη! Ο χειμώνας πάλι, άστα... Τί κρύο, τί βροχή! Κι εγώ δεν έχω κάποιον να γίνω κουβαράκι όπως όταν ήμουνα μικρός... Δεν έχει και πολλά δίποδα εδώ το χειμώνα οπότε και το φαγητό ακόμα είναι δύσκολο να βρεθεί. Λιγοστά είναι και τα σκουπίδια... Και πόσοι πια να φάμε κι από'κει; Τσακωνόμαστε για τα περιέχομενα μιας σακούλας, για λίγα ψίχουλα τυρόπιτας, για μισό κομμάτι ψωμί... Τσακωμούς με αίματα σας λέω! Και δεν νικάω πάντα...

Ήμουν τυχερός σήμερα, βρήκα να φάω αμέσως! Κάποιο δίποδο, καινούριο στη γειτονιά μάλλον, πολύ θα μας αγαπάει και μας έβαλε μπιφτέκια σε κάποια σημεία τού δρόμου. Τρέχαν τα σάλια μου με το που τα είδα! Τώρα δεν νοιώθω και πολύ καλά...Μάλλον θα βαρυστομάχιασα, έφαγα αρκετά... Είχα και μέρες να φάω... Μα τί πόνοι είναι αυτοί! Δεν τους έχω ξανανιώσει... Αρχίζω και τρέμω ενώ δεν έχει κρύο... Τρέχουν τα σάλια μου ενώ είμαι χορτασμένος... Κι αυτός ο πόνος... Έχω ανάγκη να πάρω βαθιά ανάσα, αλλά δεν μπορώ... Νομίζω δεν σας ξαναμιλήσω... Έφαγα το τελευταίο μου γεύμα απόψε... Αντίο... Ήρθε το αδερφάκι μου και πάμε για κυνηγητό ξανά...
 
 
 (c) Ίρινα Καλογεροπούλου - Μαστρογιάννη
 
 
*Για τα "ΔΗΛΕΣΙΩΤΙΚΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑΚΙΑ"



Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

ΓΡΑΜΜΑ Σ' ΕΝΑ ΧΑΜΕΝΟ ΕΡΩΤΑ...

Ξέρεις τί είναι η αγάπη; Μπορείς να τη νιώσεις από τόσα χιλιόμετρα μακριά; Δεν αισθάνομαι πως οι χτύποι τής καρδιάς μου σου δίνουν πλέον ζωή... Αντίθετα, εσύ έχεις γίνει πλέον η ζωή μου... Έφυγες, έτσι απλά. Όχι για πάντα, αλλά έτσι το αισθάνομαι...

Εσύ; Την αναζητάς τη φωνή μου; Περπατώ στις σκέψεις σου; Ή έχω απομείνει μόνη; Οι μέρες είναι δυσβάστακτες χωρίς εσένα. Οι νύχτες αβάστακτες... Νιώθω πως ακόμα κι η ανάμνησή σου μου δραπετεύει... Είσαι εδώ ακόμα; Ήσουν ποτέ; Τώρα πού είσαι;

Σα γράμμα μοιάζω, κλειστό, αδιάβαστο και ξεχασμένο. Σε μια γωνιά... Και σ'όλη την απεραντοσύνη εσύ! Κάθε τι που μ'αγγίζει, που βρίσκεται κοντά μου, σε όλα είσαι... Βρίσκομαι άραγε σ'ένα απειροελάχιστο σημείο τού μυαλού σου και να είναι μόνο δικό μου; Τί φριχτός εγωισμός!

Όλα μικρά είναι μπροστά σ'αυτά που θέλω να σου πω, σ'αυτά που θέλω να σου δείξω. Ακόμα κι αυτά μικρά είναι μπροστά στα κύματα που συνταράσσουν την καρδιά μου. Κύματα που σαν σε βράχο σκάνε με ανείπωτη ορμή και ματαιότητα. Μα με μια ευχαρίστηση ταυτόχρονα, γιατί για'κει είναι προορισμένα.

Έτσι και τα λόγια μου και τα συναισθήματά μου. Με κατακλύζουν με ορμή μα είναι μάταια, γιατί δεν βρίσκουν δέκτη... Ο προορισμός τους όμως είναι ένας και είσαι εσύ... Και δεν θα'χαν νόημα αν ήταν κάποιος άλλος. Εσύ είσαι ο βράχος μου και πάντα γυρνώ σε σένα. Η πορεία είναι προκαθορισμένη, μια αρχαία μυστική υπόγεια διαδρομή τής μοίρας και του "θέλω". Γιατί είμαι η μοίρα σου κι εσύ είσαι η δικιά μου, όσο κι αν προσπαθούμε να ξεφύγουμε ο ένας απο τον άλλον...

Βασανίζεσαι μάτια μου άραγε; Τώρα γίνομαι κακιά και θέλω να σε βασανίσω. Να σε πνίγει η απουσία μου όπως εμένα η δικιά σου. Να σε τραβάω σα σε δίνη... Όπου κι αν θες να πας, πάλι σε μένα να γυρίζεις, να σε ρουφάω, να μην μπορείς ν'αντισταθείς. Μα όλος αυτός ο ίλιγγος να είναι η ζωή σου...

Δεν ξέρω αν βγάζεις νόημα, ούτε εγώ σχεδόν δεν βγάζω... Μα τώρα που έφυγες είναι όλα χαμένα. Κι οι νύχτες μου κι οι μέρες μου και η ζωή μου όλη... Πιο πολύ μέσα μου απ'ότι τώρα, δεν μπορείς να μπεις! Έχεις κυριεύσει κάθε μου μόριο, και μ'αρέσει, και το μισώ... Γύρνα! Επιτακτικά και χωρίς ντροπή στο λέω. Γύρνα! Γίνομαι μικρή, το ξέρω, τιποτένια. Άλλη είναι αυτή που αγάπησες. Μα θα το ξαναπώ. Γύρνα! Εσύ έλεγες πως ήθελες να με γνωρίσεις από κάθε μου πλευρά. Να'μαι λοιπόν, σ'όλο μου το μεγαλείο, πιο αληθινή από ποτέ. Γύρνα σού λέω, κι ας με μισήσεις μετά. Αρκεί να σ'έχω τώρα. Αρκεί να σ'έχω πάντα...


(c) Ίρινα Καλογεροπούλου - Μαστρογιάννη

*φωτογραφία από τον ιστότοπο thesurprisebeginning.com.au

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ



Τα βήματά μου βαριά, με οδήγησαν πάλι πίσω στο σπίτι. Τί έχω να προσμένω πια; Οι ίδιες μηχανικές κινήσεις κάθε μέρα: πρωινό ξύπνημα, καφές, αγγελίες, τηλέφωνα, έξω στο δρόμο για αναζήτηση δουλειάς, απογοήτευση, επιστροφή...

Η μόνη μου παρηγοριά εσύ. Το βλέμμα σου που καρφώνεται στο δικό μου και φωτίζεται ο κόσμος! Η χαρά σου που με βλέπεις, έστω και σε αυτή την κατάσταση. Ένα φιλί σου είναι μεγάλη μου παρηγοριά... Σ'αγκαλιάζω. Τί θα κάνουμε;

Κάθομαι στον καναπέ κι έρχεσαι να κουρνιάσεις δίπλα μου. Το βλέπω ότι προσπαθείς να μου φτιάξεις το κέφι, αλλά οι προσπάθειές σου πέφτουν στο κενό... Απελπίζεσαι, αναστενάζεις και κλείνεις τα μάτια. Τί να ονειρεύεσαι άραγε;

Οι σκέψεις τον τελευταίο καιρό είναι πολύ μπερδεμένες στο κεφάλι μου... Ανάβω τσιγάρο. Γυρίζεις και με κοιτάς. Θα με καταλάβεις άραγε; Όλοι μου λένε ότι θα'ναι καλύτερα, ότι θα' χω ένα λιγότερο βάρος στην κατάσταση που βρίσκομαι. Δεν ξέρω αν μπορώ να το δεχτώ, αλλά δεν βρίσκω κι άλλη λύση. Σε λίγο καιρό δεν θα μπορώ ούτε τον εαυτό μου να συντηρήσω...

Σβήνω το τσιγάρο και σηκώνομαι. Με ακολουθείς όλο χαρά. Η δροσιά τής νύχτας έχει γίνει αισθητή τον τελευταίο μήνα. Χειμωνιάζει... Περπατάμε παρέα, δεν τρέχεις απόψε, θες να'σαι δίπλα μου. Φτάνουμε στο πάρκο. Ξεσηκώνεσαι και πηγαίνεις πέρα δώθε, μυρίζεις τα φιλαράκια που δεν συνάντησες ποτέ αλλά ξέρεις τόσα για εκείνους μέσα από τη μυρωδιά τους. Τί περίεργο... Για μένα ξέρουν λιγότερα οι φίλοι μου που μιλάμε κάθε μέρα...

Βρισκόμαστε στη μέση τού πάρκου. Σε πλησιάζω με αργά βήματα, μην καταλάβεις κάτι. Σου ξαναπερνάω το λουρί και σε οδηγώ προς το δέντρο δίπλα στην παιδική χαρά. Σκύβω και σ'αγκαλιάζω. Σου δίνω ένα φιλί και ταυτόχρονα δένω το λουρί σου στον κορμό. Θα με συγχωρέσεις άραγε ποτέ;Σε χαϊδεύω για μια τελευταία φορά και τα τεράστια μάτια σου με κοιτούν με απορία. Γυρίζω την πλάτη και αρχίζω να απομακρύνομαι. Δεν τρέχω για να μην τρομάξεις. Μου παραπονιέσαι. Δεν γυρίζω να σε κοιτάξω. Αρχίζεις να κλαψουρίζεις. Κλείνω τ'αυτιά και τα βήματά μου γίνονται πιο μεγάλα. Κλαις. Τα χέρια μου στ' αυτιά μου κάνουν τη δουλειά τους. Μην ουρλιάξεις, σε παρακαλώ... Το κλάμα σου γίνεται πια σπαρακτικό. Τ'αυτιά μου προστατεύονται, αλλά όχι κι η ψυχή μου... Σκίζεται στα δύο... Μα τί κάνω ο τρελός;

Γυρίζω και τρέχω προς το μέρος σου. Με βλέπεις, κουνάς την ουρά σου και το γάβγισμά σου είναι πια χαρούμενο! Σ'αγκαλιάζω, σε λύνω και κυλιόμαστε στο χώμα. Αγκαλιά! Κλαίω. Μου γλύφεις το πρόσωπο και παίρνεις τα πάντα μακριά μου... Πώς μπορείς να μ'αγαπάς ακόμα; Εμένα, που λίγο έλειψε να σε αφήσω; Εμένα, που έστω για λίγα λεπτά σε πρόδωσα φιλαράκι μου...

Δεν θέλω πια να είμαι άνθρωπος! Σκύλος θέλω να'μαι! Να' χω τη δική σου ψυχή, τη δική σου κατανόηση, τη δική σου συμπόνια! Να βλέπω τα πάντα με πιο ξεκάθαρη ματιά! Ν'αγαπάω ανιδιοτελώς!

Μα τί χαζός που ήμουν... Με έκαναν να πιστεύω ότι μου είσαι βάρος. Εσύ! Εσύ που πάντα είσαι δίπλα μου, που με υποδέχεσαι πάντα με χαρά! Τί κι αν μου λείπουν τα λεφτά; Μαζί σου δεν θα μου λείψει ποτέ η αγάπη. Ακόμα κι αν οι άνθρωποι με εγκαταλείψουν, εσύ θα'σαι πάντα κοντά μου! Γιατί εσύ με αγαπάς μόνο όπως ένας σκύλος ξέρει!


(c) Ίρινα Καλογεροπούλου - Μαστρογιάννη

*Πρωτοδημοσιεύτηκε στο world-look blogspot για τα "ΔΗΛΕΣΙΩΤΙΚΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑΚΙΑ"


Template by:

Free Blog Templates