Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

ΕΓΩ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΑΔΕΣΠΟΤΟΣ

Γεννήθηκα στο δρόμο αρχές Νοέμβρη. Βροχερός καιρός και το πρώτο κρύο το'νιωθα στα κόκκαλα. Το βράδυ τρέμαμε με τ'αδερφάκια μου και γινόμασταν ένα κουβαράκι για να κοιμηθούμε... Η μαμά μας προσπαθούσε να μας φροντίσει με όλο της το είναι. Μας άφηνε ελάχιστα, ίσα ίσα για να βρει να φάει και γύριζε αμέσως. Την αγαπούσα τη μαμά μου, ήταν όμορφη, κι ας είχε αδυνατίσει πάρα πολύ για να μας θηλάζει. Έξι αδερφάκια, ποιο να πρωτοφάει;

Μεγαλώνοντας, η ζωή μου ήταν ξέγνοιαστη μέσα στην κουταβίσια μου αφέλεια. Παιχνίδια όλη μέρα στο δρόμο, χαρές, γαβγίσματα, γριλίσματα, κουνήματα ουράς και επιθέσεις με δαγκωματιές στα αδερφάκια μου! Έρχονταν και κάποιοι δίποδοι και μας άφηναν που και που φαγάκι. Υπήρχε ακόμα και το γάλα τής μανούλας. Πλησιάζαμε όλους τους δίποδους με χαρά! Οι περισσότεροι σταμάταγαν να μας δώσουν ένα χάδι, έλεγαν ότι είμαστε και όμορφα μωρά! Κορδωνόμουν εγώ και τ'αδερφάκια μου! Έτσι κορδωμένος πλησίασα μια μέρα κι ένα παιδάκι που ερχόταν χαρούμενο προς το μέρος μου. Η κλωτσιά που μου'ρθε στα πλευρά πλήγωσε αφάνταστα και τον εγωισμό μου... “Ουστ, βρωμόσκυλο!” ακούστηκε η φωνή τής μάνας του. Κι έτσι σε μια στιγμή, από κορδωμένο όμορφο μωρό, μετατράπηκα σε μαζεμένο και πονεμένο βρωμόσκυλο... Μέσα σε μια στιγμή, χάθηκε η εικόνα που είχα για τον εαυτό μου. Χάθηκε λίγο κι η εμπιστοσύνη μου στους δίποδους...

Από τα 6 αδερφάκια είχαμε μείνει πλέον 5. Το άλλο δεν ξέρουμε πού πήγε. Μια μέρα εκεί που συχνάζαμε, ήρθε ένας δίποδος που μας έφερνε λίγο φαγάκι και πήρε το ένα μου το αδερφάκι. Το κράτησε στην αγκαλιά του και μου'μοιασε ότι κάτι καλό συνέβαινε εκείνη την ώρα, γιατί ο δίποδος χαμογελούσε και μίλαγε τρυφερά. Και το αδερφάκι μου φαινόταν πολύ ήρεμο κι ευτυχισμένο στην αγκαλιά του!

Η ζωή μου σαν κουτάβι δεν είχε όμως μόνο ευχάριστες εμπειρίες... Τ'αδερφάκια μου λιγόστεψαν πάλι κατά ένα και πολύ φοβάμαι ότι ήταν και δικό μου λάθος... Ήμασταν πλέον μεγαλύτεροι και πιο θαρραλέοι, οπότε ξεμακραίναμε από το σημείο που συχνάζαμε και πηγαίναμε προς τον κεντρικό δρόμο. Εκεί βλέπαμε κι άλλους δίποδους και κάτι μεγάλα κουτιά που τσουλούσαν στο δρόμο και έκαναν φασαρία. Είχε πλάκα όμως κάποιες φορές κι όσο μεγαλώναμε, δεν τα φοβόμασταν πια αυτά τα κουτιά. Το αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν το κυνηγητό. Μας άρεσε να τρέχουμε και να γαβγίζουμε κι εγώ ήμουν πάντα καλός στις προσποιήσεις κι έτσι δεν μ'έπιανε κανείς! Σε μια τέτοια τρέλα κυνηγητού λοιπόν, μπρος εγώ, πίσω ο αδερφός μου, έκανα μια προσποίηση γιατί κόντευε να με αρπάξει από την ουρά, και πετάχτηκα απέναντι στο δρόμο! Ο αδερφός μου ακολούθησε και τότε ακούστηκε αυτός ο φριχτός θόρυβος! Γύρισα να κοιτάξω, ο αδερφός μου πουθενά. Πήγα στην άκρη τής ασφάλτου, είδα ένα μεγάλο κουτί με ρόδες να απομακρύνεται και τον αδερφό μου πιο πέρα να μένει ξαπλωμένος στο οδόστρωμα... Πλησίασα και δεν κουνιόταν... Του γρίλισα λίγο, του γάβγισα, τίποτα εκείνος... Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα αλλά δεν κοίταζαν κάπου. Και δεν είχαν πια αυτή τη λάμψη τού παιχνιδιού... Δεν είχαν τίποτα, ήταν κενά, καθρέφτες, όπου έβλεπα εμένα να τον κοιτώ με απορία... Κλαψούρισα και γύρισα στη μαμά μου... Τέρμα πια το παιχνίδι μας, δεν θα ξαναπαίξει ποτέ μαζί μου πια...
 
Και ο καιρός πέρασε και διαλύθηκε η οικογένειά μας. Ψάχνοντας για φαγητό, ακολουθώντας θηλυκά, μπλέκοντας με σκυλοπαρέες και σκυλοκαβγάδες, άλλος πήγε από'δω κι άλλος πήγε από εκεί. Δεν γνωρίζω πια πού είναι οι υπόλοιποι, ούτε ακούω τις φωνές τους. Σκέφτομαι πως ίσως κάποιοι στάθηκαν τυχεροί όπως το αδερφάκι μου το πρώτο που βρήκε μια αγκαλιά. Δεν θέλω να σκέφτομαι πως κάποιοι στάθηκαν άτυχοι, πιο άτυχοι κι από μένα... Το καλοκαίρι ήταν δύσκολο. Νερό έπινα μόνο από λακούβες ή όταν κάποιος έπλενε το αμάξι ή πότιζε τον κήπο του. Τότε γινόταν ο δρόμος που συχνάζω όαση με τρεχούμενα νερά! Τί δροσιά ήταν αυτή! Μέχρι και τούμπες έκανα και κυλιόμουν μες στη λάσπη! Ο χειμώνας πάλι, άστα... Τί κρύο, τί βροχή! Κι εγώ δεν έχω κάποιον να γίνω κουβαράκι όπως όταν ήμουνα μικρός... Δεν έχει και πολλά δίποδα εδώ το χειμώνα οπότε και το φαγητό ακόμα είναι δύσκολο να βρεθεί. Λιγοστά είναι και τα σκουπίδια... Και πόσοι πια να φάμε κι από'κει; Τσακωνόμαστε για τα περιέχομενα μιας σακούλας, για λίγα ψίχουλα τυρόπιτας, για μισό κομμάτι ψωμί... Τσακωμούς με αίματα σας λέω! Και δεν νικάω πάντα...

Ήμουν τυχερός σήμερα, βρήκα να φάω αμέσως! Κάποιο δίποδο, καινούριο στη γειτονιά μάλλον, πολύ θα μας αγαπάει και μας έβαλε μπιφτέκια σε κάποια σημεία τού δρόμου. Τρέχαν τα σάλια μου με το που τα είδα! Τώρα δεν νοιώθω και πολύ καλά...Μάλλον θα βαρυστομάχιασα, έφαγα αρκετά... Είχα και μέρες να φάω... Μα τί πόνοι είναι αυτοί! Δεν τους έχω ξανανιώσει... Αρχίζω και τρέμω ενώ δεν έχει κρύο... Τρέχουν τα σάλια μου ενώ είμαι χορτασμένος... Κι αυτός ο πόνος... Έχω ανάγκη να πάρω βαθιά ανάσα, αλλά δεν μπορώ... Νομίζω δεν σας ξαναμιλήσω... Έφαγα το τελευταίο μου γεύμα απόψε... Αντίο... Ήρθε το αδερφάκι μου και πάμε για κυνηγητό ξανά...
 
 
 (c) Ίρινα Καλογεροπούλου - Μαστρογιάννη
 
 
*Για τα "ΔΗΛΕΣΙΩΤΙΚΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑΚΙΑ"



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Template by:

Free Blog Templates